- αναθυμίαμα
- το (Α ἀναθυμίαμα) [ἀναθυμιῶ]αέριο που αναδύεται από την αναθυμίαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναθυμιάμασιν — ἀναθυμίαμα result of exhalation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθυμιάματος — ἀναθυμίαμα result of exhalation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθυμιώ — ( άω) (Α ἀναθυμιῶ) Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω ΙΙ. παθ. 1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι 2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυμιῶ. ΠΑΡ. αναθυμίαμα,… … Dictionary of Greek